- ποικιλοτερπής
- -ές, Ααυτός που τέρπει με ποικίλους τρόπους, ποικιλοτρόπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -τερπής (< τέρπω), πρβλ. ευ-τερπής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλοτερπές — ποικιλοτερπής delighting by variety masc/fem voc sg ποικιλοτερπής delighting by variety neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek